- καυχιέμαι
- και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, -άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι)μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτοῡ», Αριστοτ.)νεοελλ.παινεύω, μιλώ υμνητικά, διαλαλώ κάτιμσν.1. (μτβ.) ελπίζω σε κάτι, αισιοδοξώ, φιλοδοξώ2. (αμτβ.) θριαμβεύω («καυχᾱται ἡ Ῥωμανία ἐχθροὺς καθυποτάσσουσα», Διγ. Ακρ.)3. ενεργ. καυχῶ, -άωεξυμνώαρχ.μιλώ δυνατά, μεγαλοφώνως.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *ĝhau- «φωνάζω», από την οποία σχηματίστηκε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (* ĝhau-ĝhaw-). Συνδέεται με το λιθουαν. šaukin «φωνάζω», το αρχ. ιρλδ. guth «φωνή», το αρμ. xausim «μιλώ» κ.ά. Στη Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποιήθηκε και στην ενεργητική φωνή (καυχῶ), ενώ στη Νέα Ελληνική μεταπλάστηκε από -άομαι / -ῶμαι σε -ιέμαι (πρβλ. αγαπώμαι - αγαπιέμαι).ΠΑΡ. καύχημα, καύχηση (ις)αρχ.καυχάς, καύχη, καυχήμων, καυχητήςαρχ.-μσν.καύχος (II)μσν.- νεοελλ.καυχησιά.ΣΥΝΘ. αρχ. εγκαυχώμαι, εκκαυχώμαι, κατακαυχώμαι].
Dictionary of Greek. 2013.